- παιδεραστοῦσι
- παιδεραστέωto be a lover of boyspres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)παιδεραστέωto be a lover of boyspres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδεραστώ — παιδεραστῶ, έω (Α) [παιδεραστής] είμαι παιδεραστής («παιδεραστοῡσι καὶ πρὸς τοὺς γάμους καὶ παιδοποιΐας οὐ προσέχουσει τὸν νοῡν φύσει», Πλάτ.) … Dictionary of Greek